κακοπαντρεύω

κακοπαντρεύω
μετ. неудачно выдавать замуж

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κακοπαντρεύω" в других словарях:

  • κακοπαντρεύω — κακοπαντρεύω, κακοπάντρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακοπαντρεύω — (Μ κακοπαντρεύω) δίνω σε κάποιον ή κάποιαν σύζυγο που δεν τού ή τής ταιριάζει …   Dictionary of Greek

  • κακοπαντρεύω — κακοπάντρεψα, κακοπαντρεύτηκα, κακοπαντρεμένος, δίνω την κόρη μου σε κάποιον που δεν της ταιριάζει: Μάνα, με κακοπάντρεψες που μ έστειλες στον κάμπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»